- συγκληρονόμῳ
- συγκληρόνομοςjoint-heirmasc/fem/neut dat sgσυγκληρονόμοςmasc/fem/neut dat sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
συγκληρονομώ — συγκληρονομῶ, έω, ΝΑ [συγκληρονόμος] κληρονομώ μαζί με άλλον ή με άλλους … Dictionary of Greek